βγάλμα

βγάλμα
και βγάρμα, το (Μ βγάλμα και ἔβγαλμα[ν])
1. εξόρυξη, εξαγωγή κάποιου πράγματος
2. έξοδος, το να βγαίνει, να φεύγει κάποιος από κάπου
3. έξοδος, το μέρος από όπου βγαίνει κάποιος ή κάτι
4. ό,τι προέρχεται από κάπου
5. δημιούργημα πνευματικό
νεοελλ.
1. η ανατολή του ήλιου
2. το σημείο του ορίζοντα απ' όπου ανατέλλει ο ήλιος
3. βγάλσιμο, εξάρθρωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • απόβαλμα — κ. βγαλμα, το 1. αυτό που προέρχεται από αποβολή, το έκτρωμα 2. η αποβολή ή η έκτρωση …   Dictionary of Greek

  • κακόβγαλμα — το δυσφήμηση, κακή φήμη, κακό όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + βγάλμα (< βγάζω)] …   Dictionary of Greek

  • συνεβγαλμός — ο, Ν [συνεβγάζω] συνέ βγαλμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”